- ακραίος
- I
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 8 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σατρών.IIΕπίθετο που δινόταν στους θεούς ή τις θεές, που είχαν ναούς ή βωμούς σε βουνά, κορυφές ή υψώματα: Ακραία Ήρα στην Κόρινθο και το Αργός, Ακραίος Ποσειδών στη Μυτιλήνη, Ακραία Αφροδίτη στο ακρωτήριο Άγιος Ανδρέας της περιοχής Καρπασίας. Ο τελευταίος ήταν δωρικού ρυθμού και σήμερα σώζονται τα ερείπια του κρηπιδώματός του. Οι διαστάσεις του ήταν ίδιες με εκείνες του Θησείου των Αθηνών και η είσοδός του βρισκόταν προς τα ανατολικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ναοί δωρικού ρυθμού πολύ σπάνια ήταν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη.* * *-αία, -αίο (Α ἀκραῑος, -α, -ον) [ἄκρος]αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ακρινός, έσχατος, τελευταίοςνεοελλ.αυτός που παίρνει θέση τών άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτοςαρχ.1. (για θεούς) αυτός που κατοικεί στα ύψη2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκραῑαα) τα άκρα τού σώματοςβ) ακρότητες, υπερβολές.
Dictionary of Greek. 2013.